νευρικό σύστημα — Σύστημα οργάνων στα ζώα και στους ανθρώπους με το οποίο πραγματοποιείται η επαφή του οργανισμού με το περιβάλλον και με το οποίο αλληλοσυνδέονται τα όργανα μεταξύ τους και συντονίζονται οι λειτουργίες του σώματος. κεντρικό ν.σ. Στην κοιλότητα που … Dictionary of Greek
αμφιβληστροειδής — O εσωτερικότερος από τους χιτώνες που αποτελούν τα τοιχώματα του οφθαλμικού βολβού. Είναι χιτώνας αισθητήριος και θεωρείται το κυριότερο μέρος του οργάνου της όρασης, επειδή πάνω σε αυτόν το φως –φυσικό ερέθισμα– μετατρέπεται κατάλληλα ώστε να… … Dictionary of Greek
αμφιβληστροειδίτιδα — η Ιατρ. φλεγμονή τού αμφιβληστροειδούς χιτώνα τού ματιού, στον οποίο, επειδή δεν διαθέτει αγγεία, παράγεται από επέκταση από τους πάσχοντες γειτονικούς ιστούς, όπως τον χοριοειδή χιτώνα (χοριοαμφιβληστροειδίτιδα), τη θηλή τού οπτικού νεύρου… … Dictionary of Greek
μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… … Dictionary of Greek
μυελεγκέφαλος — ο ανατ. το οπίσθιο τμήμα τού εμβρυϊκού ρομβεγκεφαλικού κυστιδίου, από το έδαφος και τα πλάγια τοιχώματα τού οποίου παράγεται κυρίως ο προμήκης μυελός, ενώ από το ραχιαίο τμήμα του παράγονται τα χοριοειδή ιστία και το χοριοειδές πλέγμα τής 4ης… … Dictionary of Greek
ραγοειδής — ές / ῥαγοειδής, ές, ΝΑ [ῥάξ, ῥαγός] αυτός που μοιάζει με ράγα, ο όμοιος με ρώγα («ραγοειδής υμένας» ο μεσαίος υμένας τού οφθαλμού) νεοελλ. φρ. «ραγοειδής χιτώνας» ανατ. σύνολο οφθαλμικών ιστών, μεσοδερμικής προέλευσης, που περιλαμβάνει την ίριδα … Dictionary of Greek
χοριομηνιγγίτιδα — η, Ν ιατρ. μορφή μηνιγγίτιδας, κατά την οποία διηθούνται από λεμφοκύτταρα και τα χοριοειδή πλέγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. choriomeningitis < χόριο(ν) + μηνιγγίτιδα] … Dictionary of Greek
ακτινωτό σώμα — Η πιο παχιά μοίρα του αγγειώδη χιτώνα του ματιού, που βρίσκεται ανάμεσα στον χοριοειδή χιτώνα πίσω και στην ίριδα μπροστά. Αποτελείται από τον ακτινωτό μυ στην έξω επιφάνεια, τον ακτινωτό κύκλο και τον ακτινωτό στέφανο. Το α.σ. βοηθά στην… … Dictionary of Greek
εγκεφαλονωτιαίο υγρό — Υγρό διαφανές και άχρωμο που περιέχεται στην κοιλότητα του κρανίου και της σπονδυλικής στήλης και παρέχει υποστήριξη και θρέψη στον εγκέφαλο και στον νωτιαίο μυελό. Το ε.υ. εκκρίνεται από τα χοριοειδή πλέγματα των πλάγιων κοιλιών του εγκεφάλου,… … Dictionary of Greek
Ηρόφιλος — (3ος αι. π.Χ.). Επιφανής εκπρόσωπος της αλεξανδρινής ιατρικής. Ήταν μαθητής, κατά την παράδοση, του Πραξαγόρα του Κώου. Γεννήθηκε στη Χαλκηδόνα της Βιθυνίας. Ήταν o μεγαλύτερος γιατρός της ελληνικής αρχαιότητας μετά τον Ιπποκράτη και τον Γαληνό,… … Dictionary of Greek